05 Αυγούστου 2022

Το καλύβι του καπετάνιου


   Ακουμπισμένος στα βράχια όπως κάθε πρωί εδώ και πολλά χρόνια, αναπολεί της ζωής τα περασμένα, άλλες φορές με χαρά άλλες με λύπη. Πάνε χρόνια που όλοι οι δικοί του έχουν φύγει μακριά, άλλοι σε άλλες πολιτείες, άλλοι το στερνό ταξίδι, απόμεινε μόνος του με τις αναμνήσεις του, να του κάνουν συντροφιά. 
Απόμαχος πια της ζωής, περιουσία του, τούτο το μικρό καλυβάκι στην ακροθαλασσιά, παρέα του οι γλάροι και ο κυρ Θόδωρος που περνά μια φορά τη βδομάδα από το κοντινό χωριό, του αφήνει προμήθειες και άμα έχει χρόνο του λέει και τα νέα .

Γυρνά πίσω στο καλυβακι του, κάθεται στην πολυθρόνα του, με θέα τη θάλασσα που τόσο αγάπησε και τόσα θυσίασε για αυτή , στο νου του φέρνει όσους πέρασαν απ' τη ζωή του, τι καλά, τι κακά, του αφήκανε. Μα κακία καμιά για κανένα, "ότι έδωκα πήρα" του αρέσει να λέει, και το εννοεί. Αναπολεί τα λιμάνια, τους ανθρώπους, τις αγάπες που πέρασαν απ' τη ζωή του, καμιά φορά δακρύζει κιόλας, αλλά ποτέ δε παραπονιέται για τίποτα. Τις μέρες τις μέτρα με καλές, κακές. Ανάλογα το πως θα ανοίξει τα μάτια του το πρωί.

Μια τέτοια "καλή" μέρα πήγα να τον δω, να πάρω λίγη απ' τη σοφία του, να δώσω λίγο φως στην μαυρίλα της μοναξιάς του.

"Καλώς το καλλιτέχνη", έτσι με αποκαλούσε πάντα, και διέκρινες στο πρόσωπο του μια ειλικρινή, αυθεντική χαρά, γνέφοντας μου να καθίσω δίπλα του, σε ένα παλιό σαρκοφαγωμένο σκαμνί.

"Σήκω, πάμε μέσα" μου ψιθυρίζει μετά από λίγο, με την τρεμάμενη φωνή του, και γνέφοντάς μου με τα παιδιάστικα του μάτια, που δεν ήταν καθόλου ταιριαστά με το γέρικο πρόσωπο του. Πέρασα την παλιά ξύλινη πόρτα και τότε μόνο διαπίστωσα ότι παρ όλο που τον επισκεφτόμουν αρκετά συχνά, μέσα στο "καλύβι" του - έτσι του άρεσε να το λέει - δεν είχα μπει ποτέ.

Όλο κι όλο ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα, ένας καναπές απέναντι απ' το τζάκι, ένα μόνο κρεβάτι ίσα που θα τον χώραγε θαρρώ και ένα παλιό ραδιόφωνο που τέτοιο είχα δει πριν πολλά χρόνια στο σπίτι της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου που το χε κρατήσει σαν ενθύμιο.

Ο τοίχος πάνω απ' το τζάκι γεμάτος φωτογραφίες, του γέρου, με την οικογένεια του, τα λιμάνια που χε πάει, τα καράβια, τα πληρώματα του, τόσες πολλές.

"Εδώ είναι ολάκερη η ζωή μου" μου είπε και κοιτούσε με νοσταλγία όλες αυτές τις στιγμές που είχαν τυπωθεί σε ένα χαρτί. "Ζωή με σωστά και λάθη, με χαρές και λύπες, με καλωσορίσματα και αποχαιρετισμούς" διακρίνοντας στη φωνή του, ένα τόνο που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν είναι χαρά ή λύπη. Με το ένα του χέρι ακουμπά τον ώμο μου, με το άλλο παίρνει μια μικρή φωτογραφία απ' το τοίχο και μου τη δίνει.

Είναι παλιά. Μια κοπέλα όμορφη γύρω στα δεκαοκτώ με πολύ όμορφο μελαγχολικό χαμόγελο, καθισμένη σε μια δέστρα του λιμανιού, με το ένα χέρι να το απλώνει προς τον φωτογράφο σα να του λέει να ρθει κοντά της, και το άλλο να συγκρατεί τα μαλλιά της απ' το φύσημα τ' ανέμου.

Γυρίζω προς το μέρος του, και μέσα στο λιγοστό φως της καλύβας διακρίνω τα μάτια του, διακρίνω δάκρυα που παλεύουν να κυλίσουν στα γέρικα μάγουλα του αλλά δεν τα αφήνει.

Μου γνέφει να πάμε έξω πάλι. Κάθεται αυτός στην πολυθρόνα του και εγώ στο σκαμνί δίπλα του.

"Τούτη η φωτογραφία είναι ότι μου έχει απομείνει από εκείνη. Πρωτόμπαρκος καπετάνιος εγώ, τελειόφοιτη του γυμνασίου εκείνη, κάναμε όνειρα, μεγάλα, αλλά λογαριάζαμε χωρίς το ξενοδόχο. Βλέπεις, εγώ από οικογένεια καπεταναίων, εκείνη ορφανή από μάνα, και ο πατέρας της σταβλίτης στου άρχοντα τη δούλεψη, που να το δεχτεί η μάνα μου τούτο".

Πρώτη φορά τον άκουγα να μιλά για τέτοια θέματα.

" Έφευγα για τον πρώτο μου ταξίδι και εκείνη ήρθε να με αποχαιρετήσει. Ήταν και η τελευταία φορά την είδα. Πήγε η μάνα μου στον άρχοντα και έκαμε παράπονα, φωνάξανε και τον πατέρα της και όλοι μαζί πήρανε απόφαση να την στείλουνε στην Αργεντινή σε κάτι μακρινούς συγγενείς, να μην προχωρήσει τούτο το ειδύλλιο, γιατί έκαμε κακό στην οικογένεια μας. Άμα γύρισα μου τα πάνε όλα, αλλά σεβόμενος τη μάνα μου δεν αντέδρασα, τα δέχθηκα τούτα με μαύρη καρδιά. Μετά η ζωή συνεχίστηκε."

Τον κοίταζα. Τα δάκρυα πια κυλούσαν ποτάμι στα μάγουλα του. Η θλίψη μαύρη ζωγραφιά στο πρόσωπο του, για μια αγάπη που δεν πρόλαβε να ζήσει, ένα έρωτα που δεν πρόλαβε να γνωρίσει.

Αφού σκούπισε τα μάτια του με το μαντήλι του, μου πε," γιατί στα πα όλα τούτα θα αναρωτιέσαι;" και σηκώθηκε όρθιος. "Μου πάνε ότι στην καρδιά σου έχεις την Λενιώ του κυρ. Ευθύμη, αλλά κοντράρει η μάνα σου σε τούτο. Τα χρόνια καλλιτέχνη μου, που περνάν δε ξαναγυρνάνε, βάλτο καλά στο νου σου. Και όσο αυτά περνάνε αλλάζουμε και εμείς. Έρχεται όμως μια μέρα που κοιτάμε πίσω, βλέπουμε τα λάθη μας, αλλά αλίμονο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα".

Προχώρησε προς τη ξύλινη πόρτα και την άνοιξε να μπει μέσα. Κοντοστάθηκε λίγο, γύρισε προς το μέρος μου και μου πε." Άντε, αργά είναι, γυρνά σπίτι σου, και αν θέλει ο Θεός θα τη συνεχίσουμε τη κουβέντα μας. " και μπήκε στο καλύβι του πριν προλάβω να τον χαιρετήσω.

Με σκέψεις και προβληματισμούς πήρα το δρόμο του γυρισμού, με πόδια βαριά , ασήκωτα, απο τα λόγια του γέρου. Χωρίς να το καταλάβω είχα βρεθεί έξω απ' το σπίτι της Λενιώς. Με γοργά βήματα πήγα προς τη πόρτα και χτύπησα. Άνοιξε ο πατέρας της, παραξενεύτηκε που με δε. "Κυρ Εύθυμη δύο κουβέντες θέλω να σου πω, να περάσω;"

"Πέρασε παλικάρι μου", μου είπε, και το μυαλό μου πήγε στον γέρο, τον έφερα στο νου μου, να είναι καθισμένος ευχαριστημένος στην πολυθρόνα του για μια ακόμη "καλή" μέρα που ξεκίνησε.-

Θανάσης Καλλονιάτης - Κατοχυρωμένο Αύγουστος 2022