το σκοτάδι,
άκτιστο φως γέμισε σε κάθε
του γωνιά,
Πάτμο μου εσύ, απ' όλα τα
νησιά,
σε σένα έλαχε ετούτη η
ευλογία.
"Γέροντα", είπε ο Πρόχορος και
κοίταξε ψηλά,
θωρώντας τ' άγιο τούτο φως,
σημάδι θεϊκό,
πωρπάτησε, με φόβο στον Άγιο
σιμά,
μελλούμενα να γράψει σε πάπυρο
παλιό.
Θεού Υιός, μιλά σε εκκλησιές, αυτές
είναι εφτά,
λόγια σοφά, και πατρικά, δικά του
είναι παιδιά,
αγαθά και πονηρά, διάκριση καμιά,
όλα τ' αγαπά,
σαν τέλος έρθει, κοντά
τα θέλει, δεξιά.
Υψώθηκε ο Άγιος, επήγε στα
ουράνια,
μπροστά σε θρόνο ολόφωτο
Υψίστου κατοικία,
πρεσβύτερους στα γόνατα ψαλμούς
να μουρμουράνε,
δοξάζοντας αιώνια,
τη δημιουργία.
Ζώα μπροστά του κείτονταν
αλλιώτικα στην όψη,
λιοντάρι, μόσχου, αετού, ανθρώπου
μοιάζαν τούτα,
γεμάτα μάτια και φτερά σε όλο τους
το σώμα,
τρόμο μεγάλο προκαλούν σ' αυτόν
που τα θωρεί.
Βιβλίο επτασφράγιστο στα χέρια
του Υψίστου,
μόνο ο Λόγος του μπορεί, αυτό να
το ανοίξει,
ίπποι αλλόχρωμοι, χριστιανομάρτυρες,
σεισμοί,
στις έξι τις σφραγίδες, αλίμονο στην
έβδομη, σαλπίσματα αγγέλων.
Αλίμονο εσάλπησαν άγγελοι του
ουρανού,
αίμα γινόνται τα νερά, χάνονται απ'
τη γη,
χαλάζι αίμα και φωτιά πέφτουν από
ψηλά,
κληρονομιά του Ισραήλ στο οίκο
του Θεού,
μες στις νεφέλες φάνηκε, χαμένη
από παλιά.
Θηρία γιόμισε η γη, το ένα μετά το
άλλο,
το Γιο να εκθρονίσουνε, να πάρουνε
το θρόνο,
χάραγμα στο μέτωπο, στο χέρι
να χαράξουν,
αφέντες άνομοι, δειλοί, τ' ανθρώπου
να γενούνε.
Πολλοί χάραγμα δέχθηκαν, λίγοι
το απορρίψαν,
επτά φιάλες Θεϊκές με οργή απ'
τους αγγέλους,
αρρώστιες, πικρές και φωτιές σ' αυτούς
που προσκυνάνε,
τον πονηρό, τον ασεβή, παιδί
της ανομίας.
Ω Βαβυλώνα ξακουστή των πόλεων
καμάρι,
παιδιών σου, κλαυθμός κι οδυρμός
ακούγεται παντού,
σα χάρτινη γκρεμίζεσαι, χάνεσαι
απ' το χάρτη,
νόμιζες, αιώνια θα στέκεσαι, πόλη
του πονηρού.
Μέσ' σε νεφέλες και αστραπές, εφάνηκε
ο Ένας,
αντίχριστο και ακόλουθους, στο χάος
να τους ρίξει,
αυτούς που τον πιστέψανε στα ουράνια
να πάρει,
σε νέα Ιερουσαλήμ, χωρίζοντας με δίκαιο,
την ήρα απ' το σιτάρι".
Θανάσης Καλλονιάτης - Κατοχυρωμένο 2022