Υπάρχουν κάτι ψυχές, μόλις ανταμώσουν, θαρρείς πως κάποτε ήταν μια, λες και κάποιος θεός τις χώρισε, έτσι, να κάνει ένα κακόγουστο αστείο.
Τούτες άμα σμίξουνε, δε κάνουν χώρια, ακουμπά η μια την άλλη όπως η θάλασσα χαϊδεύει την ακρογιαλιά, δροσίζονται όπως η διψασμένη γη απ' το φθινοπωρινό πρωτοβρόχι, θρέφει η μια την άλλη, σαν τον ήλιο, της πλάσης τα γεννήματα, συναισθήματα αγάπης και έρωτα, βαθιά, παντοτινά, πέρα από τούτη τη σύντομη ζωή.
Αλλοίμονο σα χωριστούν, του κύκνου στερνό τραγούδι στην ψυχή, απύθμενο κενό στη καρδιά, μαχαιριά βαθιά στων ονείρων τα πανιά.
Μα το πιο θλιβερό απ όλα είναι να μην γνωρίσουν η μιά την άλλη, να προσπεράσουνε το πεπρωμένο τους, να συνεχίσουν την ζωή τους σε πεπατημένο μονοπάτι, να σέρνουν πάντα μαζί τους ένα κενό , εμπόδιο ανεξήγητο στο διάβα της ζωής. Και άμα τύχει και σμίξουνε για λιγάκι οι δρόμοι τους, απορούν, γιατί η καρδιά χτυπά δυνατά , γιατί τα σύννεφα από γκρίζα γινήκανε κατάλευκα, γιατί ο ήλιος κρυφογελά, πίσω από τις ματιές, το άγγιγμα. Μα συνεχίζουν το δρόμο τους, ίσως σε κάποια άλλη ζωή, οι δρόμοι τους να μην είναι διαφορετικοί. -