Μόνος του, παρέα μαζί με το φεγγάρι που δειλά ξεπρόβαλε από τις χαμένες πατρίδες αλλά και τούτο το μεγαλοπρεπή σύμβολο ελευθερίας, ανάβει ένα τσιγάρο προσπαθώντας να διασκεδάσει την αγωνία του. Κάθε τόσο γυρνάει το πρόσωπο του προς το δρόμο, σαν να φοβάται μήπως ότι περιμένει τον προσπεράσει χωρίς να τον δει. Στο βάθος κοιτά μια παρέα νεαρών που έρχεται προς το μέρος του, δεν μπορεί να ξεχωρίσει πρόσωπα, η καρδιά του πάει να σπάσει.
- Φίλε, μήπως έχεις φωτιά.
Γυρνάει το βλέμμα του προς τα εκεί που άκουσε τη φωνή, είναι ένας νεαρός στην ηλικία του κρατώντας τσιγάρο, περιμένωντας ανυπόμονα απάντηση. Βγάζει απ τη τσέπη του τον αναπτήρα και του ανάβει το τσιγάρο χωρίς να του μιλήσει. Η παρέα των νεαρών συνέχισε το δρόμο του προς το μικρό δασάκι παρακάτω.
-Ευχαριστώ αδερφέ, Γιώργος, και απλώνει το χέρι του να συστηθεί.
-Νάσος, του απαντάει ενοχλημένος.
"Ώρα που διάλεξε για γνωριμίες" σκέφτηκε και γύρισε το πρόσωπο του προς το δρόμο.
-Αδερφέ, οι γυναίκες είναι περίεργα πλάσματα...., είπε ο Γιώργος κοιτώντας προς το φεγγάρι.
"Ποιος τον ρώτησε τώρα αυτόν", σκέφτηκε ο Νάσος και ο εκνευρισμός του ήταν εμφανής.
Ο Γιώργος τράβηξε μια τζούρα απ' το τσιγάρο του, πήγε παραπέρα, κάθισε, αγναντεύοντας τη θάλασσα.
Ο Νάσος άρχισε να ανησυχεί ότι η πρώην κοπέλα του δε θα ερχόταν. Όχι ότι θα είχε και άδικο. Της ζήτησε να βρεθούν μήπως της αλλάξει την απόφαση να χωρίσουν, μετά από τόσο καιρό που' ταν μαζί .
Μια άλλη παρέα νεαρών φάνηκε απ' το δρόμο, σταμάτησαν όλοι λίγο απόμακρα, μόνο μια κοπέλα προχώρησε προς το μέρος του. Το πρόσωπο του έλαμψε, κάθε κακή σκέψη έφυγε. Το κορίτσι που ερχόταν προς το μέρος του ήταν όμορφο, είχε ένα χαμόγελο που δύσκολα θα σε έκανε να την ξεχάσεις. Χαμογελούσε όλο το πρόσωπο της, και γύρω της χαμογελούν όλα. Έσκυψε να την φιλήσει, μ' αυτή ευγενικά απομακρύνθηκε χωρίς όμως το χαμόγελο να φύγει από τα χείλη της. Κάθισαν σε ένα παλιό παγκάκι "φαγωμένο" απ' την αρμύρα της θάλασσας. Όση ώρα συζητούσαν το χαμόγελο δεν έφευγε από τα χείλη του κοριτσιού, ενώ στο πρόσωπο του Νάσου διέκρινες μια διάθεση απολογητική. Μιλούσαν έτσι για κάμποση ώρα, όταν το κορίτσι ξάφνου, χωρίς να φύγει το χαμόγελο απ' τα χείλη του ούτε για μια στιγμή, σηκώθηκε και πήγε πάλι με τα παιδιά που την συνόδευαν, αφήνοντας τον Νάσο μόνο του να την κοιτά χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια λέξη, χλωμός, με μάτια κόκκινα, έτοιμα θαρρείς να γεμίσουν δάκρυα.
Το κορίτσι χάθηκε μέσα στο μισοσκόταδο. Κάποια γέλια ακουγόταν πότε πότε απ' την μεριά που έφυγε, μαχαιριά στην καρδιά του που χτυπούσε μόνο για κείνη.
- Ξέρεις αδερφέ μετά από ένα τέλος τι υπάρχει, ακούστηκε μια φωνή.
Ήταν ο Γιώργος που δεν είχε φύγει αλλά απολάμβανε το τσιγάρο του λίγο παραπέρα.
- Μία καινούργια αρχή, αδερφέ μου, μια καινούργια αρχή, απάντησε μόνος του και πλησίασε το Νάσο.
Ο Νάσος γύρισε προς το μέρος του, τον κοίταξε, αυτή τη φορά δεν του προκάλεσε εκνευρισμό, έκανε παραπέρα να καθίσει δίπλα του, εκεί που πριν από λίγο καθόταν το κορίτσι.
-Αδερφέ, η ζωή είναι σαν ένα ποτάμι. Κάποτε κυλάει ήρεμα, όμορφα, άλλες φορές όμως γίνεται ορμητικό, επικίνδυνο. Σπάνια έχει καταρράκτες που πολύ δύσκολα τους ξεπερνάμε χωρίς "τραύματα" και " πληγές".
Ας παρακαλάμε το Θεό το ποτάμι μας να είναι πότε πότε ορμητικό για να δοκιμαζόμαστε, να μαθαίνουμε, αλλά προπάντων χωρίς καταρράκτες, είπε στο Νάσο και συνέχισε ανέκφραστος να κοιτά τη θάλασσα.
-Πάμε κάτω στη πόλη να κεράσεις ένα καφέ, να μου τα πεις να ξαλαφρώσεις, είπε ο Γιώργος και του βάρεσε φιλικά τη πλάτη.
Ο Νάσος χωρίς να του απαντήσει, του έγνεψε καταφατικά και μαζί κατηφόρησαν το δρόμο για τη πόλη, συζητώντας χαμηλόφωνα λες και φοβόταν ότι κάποιος θα ακούσει τι λένε. Τούτο το σούρουπο, σε τούτη τη γωνιά της όμορφης Αιολικής γης, μέσα σε λίγες στιγμές "πέθανε" μια αγάπη αλλά "γεννήθηκε" μια πραγματική φιλία. -
Θανάσης Καλλονιάτης Κατοχυρωμένο 2022
Φωτογραφία Παναγιώτης Χριστόφας