ήταν ξεχασμένο,
ξεπρόβαλε μορφή γνωστή, μα
αλλόκοτη θαρρώ.
Αναδυόμενης θεάς το πρόσωπο
φορούσε,
αλλά του Άδωνη κορμί σαν
άγαλμα λαμπρό.
Περπατησιά σα να θελε, τα
βλέματα δικά της,
τα μάτια, έρωτα, ηδονή σε
έκανε λωλό,
λάγνα τα χέρια ανέμιζε,
σκοπός της να αποκτήσει,
ψυχή, καρδιά, σώμα,
τ' Αδάμ το ριζικό.
Άρχοντες και χωρικοί γονάτισαν
εμπρός της,
στη λησμονιά περάσανε όλοι τους
οι θεοί,
το μόνο που ποθούσανε οι
άμοιροι δικό τους,
τον έρωτα να κάμουν, που
δειξε η μορφή.
Αλλοίμονο τυφλώθηκαν δε βλέπουνε
εμπρός τους,
το δρόμο που βαδίζουνε, τους πάει
στο χαμό,
σε άβυσσο ανηλεή, μορφής ταφή,
σε τόπο νοσηρό".