"Οι αναμνήσεις ενός Λαού επιβάλλεται να μένουν ζωντανές"
Όλη η ζωή τους, οι αναμνήσεις φορτωμένα πάνω σε τούτο το παλιό κάρο, αντάμα με την ελπίδα της επιστροφής. Πίσω τους ούτε μια ματιά , θέλουν στο νου τους όλα να είναι όπως τα άφησαν όταν με το καλό επιστρέψουν. Τα σπίτια με τις κεραμοσκεπές και τις γεμάτες από λουλούδια αυλές, τις όμορφα σκαλισμένες σιδερένιες αυλόπορτες. Τα πετρόστρωτα σοκάκια που τις Κυριακές μετά τη Θεία Λειτουργία γεμίζανε από παιδιά ανέμελα, ανθρώπους ευτυχισμένους, που δοξάζανε το Θεό γιατί πρώτα απ' όλα είχαν την υγεία τους. Αγίων τόπος.
Τούτες οι σκέψεις περνάγανε σαν ορμητικό ποτάμι από το νου του Λεωνίδα, που χωρίς να το αντιλαμβάνεται τραβούσε το ζώο με δύναμη κάνοντας το να δυσανασχετεί, κάτι που ανάγκασε το γιο του Μιχάλη να τον βγάλει απ' τις σκέψεις του.
-Πατέρα το ζω πονά, μην το τραβάς με τόση δύναμη.
Γύρισε προς το μέρος του Μιχάλη, αλλά δε του αποκρίθηκε, συνέχισε να περπατά βυθισμένος στις σκέψεις του.
-Μάνα τι έχει ο πατέρας;
-Τίποτα παλικάρι μου, κουρασμένος απ' το φόρτωμα είναι, του αποκρίθηκε η μάνα.
Τις σκέψεις του Λεωνίδα τις διέκοψαν κραυγές απελπισίας...
-Παναγία μου, Χριστέ μου καίνε το χωριό μας.....
Όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους πίσω στο όμορφο χωριό τους.
Μαύροι πυκνοί καπνοί αντικαθιστούσαν το γαλάζιο του ουρανού πάνω απ' το άμοιρο χωριουδάκι τους, κάλυπταν την ζωοδότρα λάμψη του ήλιου, γεμίζοντας σκοτάδι τις καρδιές τους. Τα μάτια τους γέμισαν από δάκρυα, σε τούτο το θέαμα.
-Προχωράτε, μην κοιτάτε πίσω, οι Τσέτες όταν τελειώσουν θα έρθουν για μας.
Τούτα τα ξεστόμισε ο Λεωνίδας που ήταν ο μόνος που έβλεπε την συμφορά να γίνεται μεγαλύτερη αν δεν τον άκουγαν.
Πριν πάρουν τη απόφαση να φύγουν απ ' το χωριό τους ο Λεωνίδας είχε ακούσει τις φήμες για τις θηριώδες των Τσετών για αυτό και έκανε τα αδύνατα δυνατά να πείσει τους συγχωριανούς του να εγκαταλείψουν το χωριό τους. Βλέποντας και αυτός τους καπνούς, στο νου του ήρθαν τα λόγια εκείνου που γλίτωσε απ ' τη σφαγή σε κοντινό χωριό.
-Δεν αφήνουν τίποτα όρθιο, δεν αφήνουν τίποτα ζωντανό, ξεριζώνουν ότι Ελληνικό υπάρχει όπου περνούνε.
Έσφιξαν τα δόντια και συνέχισαν το δρόμο τους. Όσο απομακρύνονταν από τον τόπο τους, συνειδητοποιούσαν ότι δεν θα τον ξαναδούν, ότι πάνε σε μια καινούργια πατρίδα, αλλά κανένας δεν τολμούσε να το ξεστομίσει....
Ο νους τους ταξίδευε στο χρόνο πίσω, στο πανηγύρι του Αι Γιάννη που όλοι ανέμελα ξεχνάγανε τις καθημερινές τους έννοιες και γίνονταν όλοι μια μεγάλη αγκαλιά στην πλατεία του χωριού τους, στην Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, στην αγάπη που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον, και στην ειλικρινή, αληθινή συγνώμη που απλόχερα έδιναν όχι για τίποτα σημαντικό αλλά για μικρά καθημερινά, που έδιναν ένα άλλο "χρώμα" στην καθημερινότητα τους. Τα μάτια τους κοίταζαν μπροστά η σκέψη τους όμως πίσω, στις Άγιες ημέρες των Παθών, που κανένας τους δεν έλειπε από τις λειτουργίες στον ναό, στην προσμονή της Ανάστασης του Κυρίου μας, μια προσμονή που τώρα πια θα ναι αλλιώτικη, μακριά από τον τόπο που γεννήθηκαν, μακριά από τους τάφους των δικών τους ανθρώπων.
Ο Λεωνίδας γύρισε το βλέμμα του για μια τελευταία ματιά στο χωριό τους. Τούτο πια καίγονταν, οι φλόγες έφταναν ψηλά και ανακατεύονταν με το μαύρο καπνό, τον γαλάζιο ουρανό και τις χρυσές ακτίνες του ήλιου.
Τούτη ήταν και η τελευταία εικόνα που κράτησε και διηγούνταν στα δισέγγονα του, αφού ο Λεωνίδας άφησε την τελευταία του πνοή σε βαθιά γεράματα σε μια νέα πατρίδα που αγκάλιασε αυτόν και τους συγχωριανοΰς του, μην αφήνοντας ποτέ να πεθάνει η ελπίδα του γυρισμού. -
Θανάσης Καλλονιάτης Κατοχυρωμένο 2023