Με θλίψη, καθισμένος σε ένα παλιό παγκάκι, κοιτά το ψαροκάικο να βγαίνει απ' τούτο το μικρό λιμανάκι, και οι αναμνήσεις στο μυαλό του θολές, πασχίζει να τις φέρει στο νου του, είναι το μόνο που του χει απομείνει να θυμάται απ' εκείνη.
Όλοι σ' τούτο το μικρό νησί τον γνωρίζουν τον Μιχαλιό, κανένας δε θα σου πει κακό λόγο για αυτόν, θαρρούνε πως είναι και λιγάκι τρελός.
Στα είκοσι του, μόλις είχε τελειώσει το στρατιωτικό του, ανέλαβε την βάρκα του πατέρα του. Στη σκοπιά σε ένα στρατόπεδο στην Λέσβο, του είπανε για τον χαμό του στην θάλασσα, μόνο την βάρκα βρήκανε, το σώμα του ποτέ. Έτσι άμα πήρε το απολυτήριο, δεν είχε και κάτι άλλο να κάνει, αποφάσισε να γίνει ψαράς να θρέψει την μάνα του και τον ανάπηρο από γεννησιμιού αδερφό του. Βαρύ φορτίο για τον Μιχαλιό.
Μεροδούλι μεροφάϊ, τα όνειρα γκρίζα σύννεφα που χάθηκαν με το πρώτο φύσημα τ' ανέμου. Λίγα τα ψάρια, παλιά η βάρκα, τα καϊκια και οι τράτες δεν αφήνανε σχεδόν τίποτα στη θάλασσα, με το ζόρι ο επιούσιος, σαν του ζήτησε ο Δήμαρχος να κουβαλά τουρίστες με την βάρκα του δεν ήθελε και πολύ για να το αποφασίσει.
Το νησί δεν ήταν τουριστικός προορισμός αλλά ο Θεός το χε "προικίσει" με μια πανέμορφη αμμουδιά γεμάτη ακακίες και αρμιρίκια που έφταναν σχεδόν μέχρι και το κύμα, και απο να βράχο ανάβλυζε νερό κρύσταλλο. Σε τούτη τη παραλία δεν έφτανε μήδε δρόμος, μήδε μονοπάτι και ο μόνος τρόπος να πας ήτανε με βάρκα.
"Παραλία της Νεράϊδας" την ονόμασαν, γιατί όπως λέγανε οι "παλιοί", οι Νεράιδες τα δειλινά μαζεύονταν και τραγουδούσαν, για τη βασίλισσα τους και αυτή διάλεγε ποια θα λεγε το ποιο όμορφο τραγούδι για την αφήσει να "ανακατευτεί" ένα βράδυ με τους ανθρώπους.
Αυτή γίνηκε η ζωή του, κάθε μέρα πήγαινε και ερχόταν κουβαλώντας ανθρώπους που σπάνια του μιλούσανε και ακόμα σπάνια του μιλούσε και αυτός.
Ένα απόγευμα είχε γυρίσει και τους τελευταίους, ετοιμαζόταν να δέσει τη βάρκα να πάει σπίτι του μα μια παρέα πέντε νέων κοριτσιών τον παρακάλεσε να τους πάει στην παραλία. Τ' αποφάσισε και έτσι ξεκίνησαν. Παρατηρούσε τις κοπέλες, πολύ μικρές στην ηλικία όλες τους, απορούσε πως οι γονείς τους τις άφηναν να κάνουν διακοπές μόνες. Η ματιά του "έμεινε" σε μια από τις κοπέλες που τον κοιτούσε.
-Πως σε λένε, τον ρώτησε, εμένα Αριάδνη, συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση.
-Μιχαλιό, της αποκρίθηκε κείνος και χαμήλωσε τα μάτια.
-Του παππού μου το όνομα μου δώσανε, τα παλιά τα χρόνια είχε το πιο μεγάλο καΐκι στο νησί μα του το φάγανε οι τοκογλύφοι.
Φτάσανε στην παραλία και τα κορίτσια δεν έχασαν καιρό και βούτηξαν στα όμορφα νερά.
-Μιχαλιό, αντε τι κάθεσαι, πέσε και εσύ στο νερό, του φώναξε η Αριάδνη, με ένα χαμόγελο που έκανε το Μιχαλιό να κοκκινησει.
Εκείνος της είπε ένα ξερό όχι, πιο πολύ από αμηχανία, όχι ότι δεν ήθελε. Η Αριάδνη άφησε τις άλλες κοπέλες και πήγε κοντά του. Άρχισαν να μιλάνε, και τι δεν έλεγαν ο ένας για τον άλλον, τα πάντα.
Και τούτο συνεχίστηκε για όσες μέρες έμεινε η Αριάδνη στο μικρό του νησί. Ξυπνούσε ο Μιχαλιός το πρωΐ ο νους του στην Αριάδνη, ξάπλωνε να κοιμηθεί τα ίδια, και όλη τη μέρα μαζί. Έφτασε όμως η ώρα να φύγει η Αριάδνη και είπανε να μην χαθούν, να ανταλλάσσουν γράμματα, να λένε τα νέα τους.
Κάμποσους μήνες βάσταξε τούτο, και ξαφνικά η Αριάδνη σταμάτησε να του στέλνει, ένα πρωΐ ο ταχυδρόμος του γύρισε πίσω κάποια απ τα δικά του.
Στεναχωρέθηκε ο Μιχαλιός, δε μπορούσε το μυαλό του να καταλάβει τι είχε συμβεί. Με την βοήθεια του γραμματικού βρήκανε ένα τηλέφωνο.
Πήρε το θάρρος τηλεφώνησε. Στο μυαλό του τα λόγια της μάνας της Αριάδνης καταιγίδα. Κάτι του πε για ένα οδηγό μεθυσμένο, την Αριάδνη που γυρνούσε με το ποδήλατο της απ' το σχολή της και τη παρέσυρε, βαριά τα τραύματα δεν άντεξε.....
Πέρασαν τα χρόνια, απόμεινε μόνος του και αυτός, ο αδερφός του και η μάνα του συγχωρέθηκαν, τη βάρκα την έδωκε σε ένα συντοπίτη του και του δίνε ένα αντίτοιμο για να περνά.
Και ο Μιχαλιός, καθισμένος εκεί στο παγκάκι του, να κοιτά τα ψαροκάϊκα, να περιμένει με υπομονή την Αριάδνη να πάνε με τη βάρκα στην παραλία, να ακούσουν μαζί το τραγούδι των Νεράιδων. -
Θανάσης Καλλονιάτης Κατοχυρωμένο 2023