17 Φεβρουαρίου 2024

Το παγκάκι

"Καθισμένος μόνος σε τούτο το φτιαγμένο απ' ρομαντικούς παγκάκι που καθόταν με την Νέλλη ώρες ατελείωτες, μιλώντας πότε για το ένα πότε για το άλλο, αγναντεύει τούτο το πέλαγος που τους χωρίζει αλλά και τους ενώνει συνάμα, θυμάται τις όμορφες στιγμές που ο ένας άγγιζε τον άλλον και μόνο αυτό τους έδινε την δύναμη να παλέψουν για το αδύνατο, να το κάμουν δυνατό.Βλέπει τα κύματα που απαλά χαϊδεύουν την ακρογιαλιά και στο νου του φέρνει το χάδι της, την πνοή της, το χαμόγελο της, συντροφιά του τούτες τις στιγμές που η μοναξιά βασιλεύει στις πιο απόμακρες γωνιές του νου του.

Θαρρείς τα κύματα και συνωμότησαν με το θεό Μορφέα, και ο Νικόλας σε μια στιγμή ταξίδευε πάνω στα κύματα, πάνω στη ράχη λευκού σταχτοδέλφινου' παρέα τους οι γλάροι που νόμιζες ότι γελούσαν δυνατά, και ψάρια που πετούσαν πλάι τους, και όταν κουράζονταν ξαπόσταιναν πάνω σε δυο ή τρεις φάλαινες που ταξίδευαν μαζί τους λίγο παραπέρα.Απορεί ο Νικόλας με όλα τούτα, μάταια ψάχνει εξήγηση, μα να, στεριά μπροστά του.

Αρχαίας θεάς τόπος ιερός, στην άκρη της Αττικής γης που φως γεννιέται, να βρέχεται απ' του Αιγέα τα νερά.

Εκεί μπροστά στα μάτια του δυο θεριά έτοιμα να κατασπαράξουν το 'να τ' άλλο, τόσο ίδια μα και τόσο αλλιώτικα μεταξύ τους. Φυσά ο αγέρας, του ψιθυρίζει τα ονόματα τους, τρόμο γεμίζει ο νους του. Άγριο το παλεσιό τους, δίχως νικητή, δίχως ηττημένο, τα ουρλιαχτά τους εφιάλτης στου ονείρου τη τρεχάλα. Μα ξάφνου τούτα σταματούν τη μάχη τους, προς αυτόν κοιτούν, γελούν περιπεκτικά, και θαρρώ σαν να αγριεύουν. Κατά πάνω του έρχονται με μανία, τα μάτια τους κόκκινα σαν αίμα σφαγμένου ζώου, την ανάσα τους μυρίζει, τρέχει προς την θάλασσα να ξεφύγει, ο φόβος έχει κυριεύσει το νου του. Σκοντάφτει, πέφτει κάτω, θαρρεί τούτο είναι το τέλος και κλείνει τα μάτια.

Τα ουρλιαχτά, τα γέλια σταμάτησαν. Το μόνο που ακού είναι ο παφλασμός των κυμμάτων. Η βρώμα απ' την ανάσα τους χάθηκε, το άρωμα απ' τις λεβάντες που είναι απλωμένες παντού, την έχει σβήσει απ' το μυαλό του.Κάθεται πάλι εκεί, στο παγκάκι τους μα τούτη τη φορά να ονειρεύεται ξύπνιος, να ελπίζει, να προσμένει, πότε τούτα τα θεριά θα χαθούν στα βάθη της θάλασσας."

Θανάσης Καλλονιάτης ©2024