11 Ιουνίου 2024

Μαζί

"Κάτασπρα πουλιά, ολόλευκα τα φτερά τους, ταξίδεψαν στου χρόνου το πέρασμα, αλώβητα, ανεπηρέαστα συνέχιζαν το ταξίδι τους μέσα στις καταιγίδες, που με άσβεστη μανία, με χίλιους δυο τρόπους,πάλευαν να τα ρίξουν, για σε φλεγόμενη γη, για σε θάλασσα μουντή, σκοτεινή.

Μα τούτα άντεξαν, έμειναν αγνά, όπως όταν γεννήθηκαν και το μόνο που ζητούσαν, να βρουν το καταπράσινο λιβάδι, απάτητο όπως το 'χαν αφήσει, με μικρές λιμνούλες που το πρωινό φως του ήλιου τις έκανε να μοιάζουν καθρέφτες του ουρανού, γεμάτο δέντρα λογής λογής, φορτωμένα με φρούτα, ένα μωσαϊκό γεμάτο χρώματα και μυρωδιές.

Εκεί γεννήθηκαν, εκεί ήθελαν να επιστρέψουν,να ξαποστάσουν, να κοιμηθούν να ξεκουραστούν απ' της ζήσης τους τις κακοτοπιές.

Και ανέλπιστα σαν τον τόπο βρήκαν, είχε αλλάξει τούτος.

Το πράσινο της γης χώμα γκρίζο και τραχύ είχε γίνει, οι λιμνούλες λάσπες γεμάτες, δέντρα λίγα είχαν απομείνει, και αυτά ξερά, η δυσοσμία της αμφιβολίας διάχυτη στον ουρανό.

Μα δεν τους ένοιαζε διόλου, τούτος ήταν ο τόπος τους, εδώ γεννήθηκαν, γεμάτα χαρά θέλησαν μετά από τα τόσα ταξίδια εδώ να μείνουν να τον αλλάξουν τούτο τον τόπο, να τον κάνουν όπως ήταν, γιατί τούτα έβλεπαν την ελπίδα, την χαρά του, το αληθινό του πρόσωπο.

Μα αλίμονο μαύρες σκιές, σαν σκοτεινά κοράκια, ορμάνε πάνω τους και δεν τους αφήνουν να πατήσουν στο τόπο τους, εδώ που γεννήθηκαν, εδώ που για πρώτη φορά γνώρισαν αγάπη, έρωτα, ζωή.

Τούτες οι σκιές πια έχουν ριζώσει στο τόπο τούτο, δικό τους τον έχουν κάμει, κει θαρρώ θα μένουν μέχρι οι ουράνιες νεφέλες που κουβαλούν το φως να τις ρίξουν στην στερνή τους άβυσσο".

Θανάσης Καλλονιάτης ©2024