Στο πλαίσιο της Έκθεσης Βιβλίου "Στράτης Μυριβήλης" στην Μυτιλήνη, παρουσιάσαμε το Ανθολόγιο Ένωση Λογοτεχνών Αιγαίου 2024.
Μεγάλη μου τιμή και φέτος η συμμετοχή μου με μια μικρή ιστορία φιλίας, εξομολόγησης, μιας ιστορίας μάχης ανάμεσα στην λογική και στην παράνοια, με τίτλο "31 Αυγούστου".
~31 Αυγούστου~
Η ακροθαλασσιά ήτανε γεμάτη από λογιώ λογιώ ανθρώπους, με το βλέμμα τους στραμμένο στην Ανατολή, κάπου εκεί, στις χαμένες μας πατρίδες, περιμένοντας με ανυπομονησία να ξεπροβάλει πίσω από τις οροσειρές το τελευταίο Αυγουστιάτικο φεγγάρι και να χαϊδέψει με χάρη το σκοτεινό ουρανό. Λαμπερός επίλογος του καλοκαιριού.
Τούτη την ώρα διάλεξε ο Νικόλας να κάνει τον καθημερινό του περίπατο, σ’ τούτο το μονοπάτι, το γεμάτο από αλμυρίκια, λεβάντες και φωτίνια, που νόμιζες στο πέρασμά του πως έγερναν με λύπη. Θαρρείς κι ένιωθαν την βαριά του καρδιά.
Κοιτώντας όλους αυτούς τους ανθρώπους, «απλωμένους» σ’ τούτο το ασημένιο χαλί, ένιωσε μια μικρή ανεξήγητη ζήλια, ένα κενό μέσα του. Στο πρόσωπό τους ζωγραφισμένα η προσμονή, η αγωνία, η χαρά, συναισθήματα που στο Νικόλα είχαν αντικατασταθεί από θλίψη, λύπη κι αγωνία.
Δεν είχαν δα περάσει και πολλές μέρες που, μαζί με τη Νέλλη αγκαλιά,
περίμεναν το ολόγιομο φεγγάρι, κρυμμένοι στο σκοτάδι, ζωγραφίζοντας τα όνειρά τους στον καμβά της φαντασίας τους, κοιτώντας τη σκοτεινή θάλασσα, που η Νέλλη τόσο αγαπούσε, πλάθοντας ακόμα μια στιγμή, μια στιγμή μόνο δική τους. Πόσο ανάγκη είχαν κι οι δυο τους αυτές τις στιγμές. Μα ήρθε η ώρα που η Νέλλη έπρεπε να γυρίσει στην πραγματικότητά της, αφήνοντας το Νικόλα στη δύσκολη δική του, και, παρ’ όλη την απόσταση που τους χώριζε, να παλέψουν γι’ αυτό που η καρδιά τους αποζητούσε όσο τίποτε άλλο, να είναι μαζί.
Εκείνο το σούρουπο, όμως, οι σκέψεις που πλημμύριζαν τον νου του Νικόλα ήταν γεμάτες ομίχλη κι έκαναν το πρόσωπό του σκυθρωπό, σβήνοντας το σχεδόν μόνιμο χαμόγελό του. Ένα συναίσθημα, που του ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει, τον πλημμύριζε, τον έπνιγε και δυσκολευόταν ακόμα και να αναπνεύσει. Το σκοτάδι του δεν το απομάκρυνε ούτε το φεγγάρι, που δειλά δειλά ανηφόριζε τον ουρανό, αλλά ούτε και το αχνό φως από τις παλιές λάμπες που φώτιζαν τούτη την αγαπημένη του διαδρομή.
Πέρασε σχεδόν ένας μήνας, και όλα τούτα μου τα εξομολογήθηκε ο ίδιος ο Νικόλας. Με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να βγούμε για ένα κρασί, λέγοντας ότι θέλει κάπου και σε κάποιον να μιλήσει. Έτσι, βρεθήκαμε σε μια ταβερνούλα που μου ’πε, θαρρώ, ήταν η αγαπημένη του, σαν να ’χε αναμνήσεις απ’ αυτή.
«Τώρα, ρε Νικόλα, τι γίνεται;» τον ρώτησα και σήκωσα το ποτήρι μου προς το δικό του, μήπως και του δώσω το κουράγιο να συνεχίσει. Εκείνος ήπιε με μιας το κρασί του και μου ’δωσε το ποτήρι να του το ξαναγεμίσω.
«Παλεσιό, αδερφέ, παλεσιό!» μου αποκρίθηκε και ήπιε μια γουλιά απ’ το κρασί του. Έπειτα, πήρε ένα ύφος σοβαρό, σαν να ήθελε κάτι σημαντικό να ξεστομίσει και συνέχισε.
«Ναυαγός σε έρημο νησί ήμουν, με περίσσια απελπισιά, με τα μάτια στραμμένα στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Χρόνια ατέλειωτα περίμενα ένα καράβι να με πάρει απ’ την ερημιά μου. Σε τούτη την αναμονή, δύναμη μου έδιναν τα συναισθήματα που ποτέ δεν πέθαιναν. Σιγοκαίγανε και με κράταγαν ζεστό στην παγωμένη περασιά του χρόνου. Και, ξαφνικά, σχεδόν αναπάντεχα, ήρθε με το χαμόγελό της, τη γλύκα του προσώπου της, τα ήρεμα λόγια της, να με πάρει από αυτό το νησί, να ξεκινήσουμε το δικό μας ταξίδι, μακριά από σκιές, σκοτάδια ατέρμονα, να γίνει φως της ψυχής μου,λάμψη του μυαλού μου.»
Πήρε πάλι το ποτήρι στο χέρι του, ήπιε κι άλλη μια γουλιά απ’ το κρασί του κι έκανε νόημα να πληρώσει.
«Θα φύγουμε;» τον ρώτησα. Δε μου απάντησε, μα συνέχισε να μιλά.
«Μια περπατησιά είναι τούτη η ζωή, ένα τσιγάρο δρόμος, που ο καπνός του κάποιες φορές θολώνει τη λογική. Δε μας αφήνει να δούμε την κατεύθυνση που τραβούμε. Κι εκεί που θωρείς τη λάμψη στο μυαλό σου, με μιας γίνεται σκοτάδι.»
Τούτα τα λόγια μου είπε και σηκώθηκε πάνω, κάνοντάς μου νεύμα για να φύγουμε. Άφησε τα χρήματα πάνω στο τραπέζι κι ούτε που δέχθηκε να πληρώσω τα μισά. Ύστερα, βγήκε έξω. Με καληνύχτισε με μια κίνηση του χεριού του, σα να μου έλεγε, «Δε θα χαθούμε», και κατηφόρισε προς το σπίτι του.
Τον έβλεπα σιγά σιγά να χάνεται στο σκοτάδι..., στο δικό του σκοτάδι.
Τότε, κατάλαβα, καθώς τον κοιτούσα να απομακρύνεται, πως μάταια αναζητούσε τη λάμψη που είχε φωτίσει τόσο δυνατά την ψυχή του, το άσβεστο φως στο διάβα της ζωής.