"Δίπλα μου στα δύσκολα, τα
μάτια μου κλειστά,
της νιότης μου οι στοχασμοί
δεν μ' άφηναν να δω,
τους φόβους σου, τα δάκρυα,
παρηγοριά δική σου,
μανούλα μου σαν γύριζα
χαράματα θαρρώ.
Δυσβάσταχτο στις πλάτες σου,
το βάρος το δικό μου,
το σήκωνες, δε γόγγυζες, δεν
έβγαζες μιλιά,
το μονοπάτι το λοξό ακόμη κι
αν επήρα,
εκεί ήσουν εσύ, με κράταγες
σφιχτά.
Φωτιά ήταν τα νιάτα μου, χαλάζι
και πλημμύρα,
σύ, βράχος ασάλευτος, σε κύμα
ωκεανού,
να περιμένεις άμπωτη που σου
τάξε η μοίρα,
αγκάλη να προσφέρεις και
μόσχο σιτευτό.
"Μάνα μου πάει πέρασε, ετούτο
το κακό,
δρόμο στρωτό πωρπάτησα ήρθα
να σε χαρώ".
Χαμόγελο στα χείλη σου, γλύκα
στη καρδιά σου,
μα αδύναμο το σώμα, άσπρη
η κεφαλή,
αλίμονο σε μένανε, ο άμοιρος
δε είδα,
του χρόνου τα καμώματα
περνάν σα μια στιγμή."
Θανάσης Καλλονιάτης
Εκδόσεις ΑΛΦΑ ΠΙ